< ἀσκοληκόβρωτος
ἀσκολιάστως >
ἀσκολιάζω
no cojear
κακῶς ἔχων ὡς μηδὲ ἀσκολιάζων βαδίζειν
Anon.
Mirac.Thecl
.17.38.