< ἀσκευώρητος
ἀσκέω >
ἀσκεψία
,
-ας, ἡ
falta de reflexión
ἔτι δ' ἀσκεψίας ἐστὶ σημεῖον
Plb.2.63.5, cf. quizá Phld.
Ind.Sto
.5.6.