ἀσκαύλης, -ου, ὁ
lat. ascaules, gaitero, PSAAthen.43ue.1.3, 5, 7, 2.6 (II d.C.), Mart.10.3, Not.Tir.107.11 (cf.
αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλονταD.Chr.71.9).
αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλονταD.Chr.71.9).