< ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδάμυκτος >
ἀσκαρδαμυκτί
adv.
sin pestañear
ὁρᾶν
X.
Cyr
.1.4.28, cf. Luc.
Tim
.14,
Cat
.26, Gal.7.91, Poll.2.67, Soz.
HE
3.16.8.