< ἀσθενοποιέω
ἀσθενόρριζος >
ἀσθενοποιός
,
-όν
debilitante
Archig. en Aët.12.1,
ἀ. ἢ ἀσθενής
Sch.A.R.2.205,
πληγή
Sch.Nic.
Th
.158.