ἀσελγής, -ές


I 1de fenómenos naturales violento ἄνεμος Eup.345, τὸ πνῖγος Pherecr.191.

2 de pers. y abstr. en rel. c. la conducta insolente ἀ. ὢν καὶ βίαιος Is.8.43, τῶν θαυματοποιῶν ἀσελγέστεροι ὄντες D.2.19, εἰς ἔμ' ἀ. ... καὶ βίαιος ἐγεγόνει D.21.128, οἱ Θεσσαλοί Theopomp.Hist.162, σκῶμμα Eup.261, βλασφημία Plu.Them.21, λοιδορία Philostr.VS 491
neutr. plu. sup. como adv., Hyp.Eux.29, Philostr.VA 3.20
subst. ὁ ἀ. persona insolente τοὺς ἀσελγεστάτους νομιμωτέρους ποιήσετε And.4.40, τις τῶν ἀσελγεστέρων Philostr.VS 620.

3 depravado, licencioso οὐδὲν ἄδικον οὐδ' ἀσελγὲς ἐπετήδευσαν Plb.8.10.9, πολλὰ ποιεῖν ἀσελγῆ Plb.29.13.1, πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ καὶ εἰπόντων Plu.2.189c
impúdico γυνή Hierocl.Facet.244, cf. D.P.Au.1.11, μνηστῆρες D.Chr.2.47, ἀνδρῶν ἀσελγῶν ἀπρεπῆ μαθήματα Amph.Seleuc.81, cf. Plu.2.88d, D.Chr.3.33, ἀσελγὲς αἰσχρότητος ἐργαστήριον Amph.Seleuc.87
de abstr. βίος Ph.1.255.

II adv. -ῶς

1 insolente, abusivamente de unos hijos παρανόμως καὶ ἀ. ἔχουσι τὰ τῆς μητρὸς χρήματα Is.10.11, ἅπασιν ἀ. οὕτω χρῆσθαι D.9.35, ἐγέλα ἀ. D.Chr.1.81, ἄγριος ταῦρος γενομένος ... ἀ. παρὰ φύσιν D.Chr.2.73
excesivamente ὑβριστής εἰμι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀ. διακείμενος Lys.24.15, πίονές εἰσιν ἀ. Ar.Pl.560.

2 depravadamente καὶ ταῖς ἡδοναῖς οὕτως ἀ. ἐχρήσατο Theopomp.Hist.192, ζῇς ἀ. ὥστε τοὺς ἀπαντῶντας αἰσθάνεσθαι D.36.45, cf. Plu.2.801a.
• Etimología: Etim. desc. Se propone deriv. de θέλγω y α- < *-.