< ἀσελγόκερως
ἀσελγοποιός >
ἀσελγομανέω
ser de costumbres locamente depravadas
Hermes
τὸν ἀσελγομανοῦντα ἐπὶ τοῖς μοιχικοῖς
Luc.
Philopatr
.7.