< ἀσβόλη
ἀσβολοποιός >
ἀσβολόεις
,
-εσσα, -εν
sucio como el hollín
Βελίας
Gr.Naz.M.37.900A
•
ἀσβολόεν· μέγα ὑψηλόν. μέλαν
Hsch.