< Ἀροτρέβαι
ἀροτρεύς >
ἀρότρευμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[ᾰ-]
arada
,
labranza
, fig.
generación
φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς
Orác. en Stob.1.49.46.