ἀρίσημος, -ον
• Alolema(s): ἀρίσαμος GVI 1254.1 (Cirene III/II a.C.)
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I
τρίβοςTheoc.25.158.
2 ilustre, famoso
τύμβος καὶ παῖδεςTyrt.8.29,
ἀνήρHp.Ep.10,
ἔργαh.Merc.12,
ἱράMaiist.35,
εἰκώνGVI l.c.
II adv. -ως muy claramente
τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦνHld.6.14.6.