ἀρίδηλος, -ον
• Grafía: graf. ἀρηδηλ- Didym.M.39.805C
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I
ὌσσαSimon.142.3D.,
ἈρκτοφύλαξArat.94,
ἈνταύγηςOrph.Fr.237.4,
μνᾶμαIG 7.52.1 (Mégara),
τάγοςCharito 4.1.5,
σῆμαQ.S.1.822,
ἀστήρQ.S.5.131, pred.
Εἰραφιώτης ἀστράπτων ἀρίδηλοςNonn.D.14.230
•que se oye a lo lejos, penetrante, claro
ἰωήNonn.Par.Eu.Io.20.16.
2 distinguido, famoso
ΔιονύσιοςEun.VS 456,
Ἠελίου γενεήA.R.4.727,
γένεσιςPh.1.331,
ἀγώνArr.An.7.14.10,
ἔργαQ.S.13.474.
3 claro, evidente
τάδε γὰρ ἀρίδηλαHdt.8.65,
τῷ δὲ θεῷ ... πάντα ἀρίδηλαPh.1.276,
παραδείγματαPh.1.690,
μαρτυρίαDidym.l.c.,
θεῶν ... ὁμοκλήQ.S.14.442
•neutr. compar. como adv.
ἀριδηλότερον τὰ γράμματα ἐξηγούμενοςThem.Or.2.26c, cf. Ph.1.451, sup. Hsch.; cf. ἀρίζηλος.
II adv. -ως clara, evidentemente Sch.Ar.Pl.948, Hsch.