< ἀραβίς
ἀραβιστί >
ἀράβισσα
,
-ης
adj. fem.
árabe
Αἴβῃ ἀραβίσσῃ
SB
11169.13 (II d.C.),
γυναῖκα
LXX
Ib
.42.17c, cf. St.Byz.s.u.
Ἀραβία
.