ἀρχίδιον, -ου, τό
1 principio
ἐξ ἀρχιδίουPhilol.B 21.
2 irón. carguito
κἂν λαχόντες ἀ. εἶθ' ἁρπάσαι βούλησθέ τιAr.Au.1111, personif.
ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχίδιοιςD.18.261.
ἐξ ἀρχιδίουPhilol.B 21.
κἂν λαχόντες ἀ. εἶθ' ἁρπάσαι βούλησθέ τιAr.Au.1111, personif.
ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχίδιοιςD.18.261.