< Ἀρχέπολις
ἀρχεπρόβουλος >
ἀρχέπους
,
-ποδος, ὁ
quizá
jefe de policía
ἀρχέποδες (pero ἀρχέφοδοι recensión A) τῶν κωμῶν
Ps.Callisth.1.31
B
,
Γ
.