ἀρχέκᾰκος, -ον
que es el origen del mal
νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντοIl.5.63,
(ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (sc. Heródoto) προσειπεῖνPlu.2.861b, cf. Colluth.9,
ὁδόςEun.VS 501, de pers. y dioses
γύναιονHld.1.9.1,
ΔίονυσοςNonn.D.48.805,
ΔαναόςNonn.D.4.253,
θηλύτεραιNonn.D.8.213,
δαίμωνNonn.Par.Eu.Io.17.15, Eust.Op.254.2,
ΦέρεκλοςColluth.196,
πολιήτηςColluth.392,
οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεταιEust.Op.115.87, de abstr.
ἀπαιδευσίαPh.1.359
•subst. τὸ ἀρχέκακον causa del mal de la soberbia
τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκουOrigenes M.13.813A, cf. Ph.1.359
•de pers.
ὁ ἀ.Porph.Chr.49.22
•simpl. causante de pers.
ἀ. μύθων ἀθέωνClem.Al.Prot.2.13.