ἀρχέγονος, -ον
I de elementos y conceptos fil. originario
αἰτίαArist.Mu.399a26 (cj.),
ἀρχεγονώτατον ὄνPh.1.237,
τὸ ὂν ... μονάδος ἀρχεγονώτερονPh.2.472, etc.,
τὸ ὑγρόνCorn.ND 17,
τὸ πῦρClem.Al.Prot.4.64,
φύσιςAel.Fr.243
•de pers. y personif. originario, engendrado en el principio, venerable
ΘέμιςIP 324.17 (II d.C.),
ΔιόνυσοςNonn.D.24.48,
ὨκεανόςPamprepius 3.95,
ΧάοςPMag.4.1459, cf.
ἀρχέγονον βλάστημα Θεοῦref. a Cristo AP 1.119.28, pero
εἰκόνας ἀρχεγόνων ... μερόπωνimágenes de hombres de tiempos pasados, AP 7.563 (Paul.Sil.)
•simpl. antiguo
(ἡ ἀριθμητική) ἀρχεγονωτέρα καὶ μήτηρ αὐτῶνTheol.Ar.17,
κῆρυξ ἀρχεγόνου βαπτίσματοςNonn.Par.Eu.Io.1.6, cf.
γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἔτι τὰ τούτων ἀρχεγονώτεραThem.Or.13.162a.
II subst.
1 τὸ ἀ. arquetipo c. gen.
τῶν ἁπάντων ἐθνῶν ἀρχέγονα γενέσθαιD.S.1.8 (= Democr.B 5 ?),
ἡ φύσις πάσης τέχνης ἀρχέγονόν ἐστ'Damox.2.8,
ἀρχέγονον τῆς τῶν ζῴων φύσεωςD.S.1.88,
τὸν Ὠκεανὸν ἔφασαν ἀρχέγονον εἶναι πάντωνCorn.ND 8,
Ὅμηρον ... ἀρχέγονον τῶν ... Πλάτωνος λόγωνThem.Or.20.236b,
(ἡ ἀπειρία) ἡ τῶν ὅλων ἀ.Procl.Inst.152.
2 subst. ὁ ἀ. viejo
νέοισι καὶ ἀρχεγόνοισιν ἐρίζωνNonn.D.25.27.