< Ἀρχομενίδης
ἀρχοντεία >
ἀρχονηλάτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
ἀρχιο-
Stud.Pal
.20.68.2re.4.11, 7.19 (III d.C.)
arriero
o
burrero mayor
,
SB
9699.321, 336, 413 (I d.C.),
Stud.Pal
.ll.cc.