< ἀρχιφυλακέω
ἀρχιφυλακιτεία >
ἀρχιφυλακία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
-κεία
TAM
2.192 (Sídima)
jefatura de la guardia
,
OGI
566.17 (Enoanda),
TAM
l.c.