< ἀρχιφρούραρχος
ἀρχίφρουρος >
ἀρχιφρουρέω
• Alolema(s):
-προυρέω
IG
9(2).1058 (Tesalia III a.C.)
mandar una guarnición
,
IG
l.c., 9(2).1059, 1060, 1061 (II/I a.C.).