< ἀρχισταβλίτης
ἀρχιστολιστής >
ἀρχιστάτωρ
,
-ορος, ὁ
primer asistente
del prefecto
οἰκιακὸς ἀ.
POxy
.294.17 (I d.C.), cf. 2754.9 (II d.C.).