< ἀρχισιτολόγος
ἀρχισιτωνέω >
ἀρχισιτοποιός
,
-οῦ, ὁ
panadero
o
repostero mayor
en la corte del Faraón, LXX
Ge
.40.1, 2, 5, Ph.1.661, 679.