< ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχ[ι]παστοφορία >
ἀρχιπάρθενος
,
-ου, ὁ
maestro de virginidad
de Cristo, Meth.
Symp
.1.4 (p.12.20), 10.13 (p.124.26),
EM
702.6G.