< ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστάτης >
ἀρχιπροστατέω
presidir una asociación militar
ἀ[ρ]χιπρ[ο]στατοῦντος Σωσάνδρου A[ἰ]τωλοῦ [λ]αάρχου καὶ ἱππάρχου
IFayoum
16.4 (II a.C.).