< ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος >
ἀρχιπρεσβύτερος
,
-ου, ὁ
arcipreste
vicario del obispo
CIL
10.1365, Hieron.
Ep
.125.15, Soz.
HE
8.12.3, Cassiod.
Hist
.10.10.