< Ἀρχίμαχος
Ἀρχιμήδειος >
ἀρχιμεταλλάρχης
,
-ου, ὁ
prefecto general de las explotaciones mineras
ἀ. τῆς ζμαράγδου καὶ βαζίου καὶ μαργαρίτου
Pan
51.6 (I d.C.).