< ἀρχικερδέμπορος
Ἀρχικλῆς >
ἀρχικήπουρος
,
-ου, ὁ
• Grafía:
graf. ἀρχιπή-
BGU
1479.6 (II a.C.)
jardinero mayor
,
PHamb
.117.3 (III a.C.),
BGU
l.c.