ἀρχιερατεία, -ας, ἡ
1 lat. pontificatus maximus, Mon.Anc.Gr.5.22.
2 sumo sacerdocio del culto judío, Ath.Al.M.26.161C.
3 alta jerarquía eclesiástica
μετέχοντες ἀρχιερατείας καὶ διδασκαλίαςHippol.Haer.proem.(p.9.4).
μετέχοντες ἀρχιερατείας καὶ διδασκαλίαςHippol.Haer.proem.(p.9.4).