< ἀρχιδραγάτης
ἀρχιεβδομαδάριος >
ἀρχιδύναμος
,
-ον
que es fuente de poder
πρὸς αὐτὴν (ἀνδρίαν) ὡς ἀρχιδύναμον ... ἐπεστραμμένην
Dion.Ar.
CH
M.3.240A.