< ἀρχιδικαστής
Ἀρχιδίκη >
ἀρχιδικαστικός
,
-ή, -όν
propio del archidicasta
o
juez supremo
ἀρχή
PVindob.Salomons
5.15 (II d.C.),
ὑπηρέτης
PSI
1328.56 (III d.C.).