< ἀρχιδιάκων
ἀρχιδιδάσκαλος >
ἀρχιδιδασκαλία
,
-ας, ἡ
doctrina básica
o
fundamental
ὁ Πέτρος ἀρχόμενος τῆς τοιαύτης ἀρχιδιδασκαλίας
Ath.Al.M.26.172B.