< ἀρχιγένεθλος
Ἀρχιγένης >
ἀρχιγένειος
,
-ον
de bozo incipiente
Ἕλενος
Io.Mal.
Chron
.M.97.196A, de Cristo
ἀ. νεανίσκος
A.Io
.89.