< Ἀρχέπτολις
ἀρχερανίζω >
ἀρχερανεύς
,
-έως, ὁ
presidente de un
ἔρανος
l.d. en
Annuario
N.S.1/2.1939/40.195n.2 (Rodas III d.C.); cf. ἀρχέρανος.