< ἀρχαιομελῐσῑδωνοφρῡνῐχήρᾰτα
ἀρχαιόομαι >
ἀρχαιόνομος
,
-ον
anticuado
τῶν θεοφιλῶν καὶ ἀρχαιονόμων ἠθῶν
Anon. en Sud.s.u.
αἵρησις
.