ἀρχαιόγονος, -ον


1 antiguo, noble σπέρμα ... ἀρχαιογόνων ... Ἐρεχθειδᾶν S.Ant.981.

2 originario αἰτία Arist.Mu.399a26 (cód.); cf. ἀρχέγονος.