< ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαιρετικός >
ἀρχαιρέσιος
,
-ου, ὁ
quizá
elector
Κάρπος Σωζομένου, Ἑρμᾶς Εὐτυχᾶ, Κοίντος Γλαύκωνος ἀρχαιρέσιοι
SEG
16.696.8 (Caria, rom.).