ἀρχαιοπρεπής, -ές
I
παράκλησιςIambl.Protr.17,
ἀρχαιοπρεπεστέρα ... ἰδιότηςDam.in Prm.131.
2 antiguo, venerable
μεγαλοσχήμονά τ' ἀρχαιοπρεπῆ στένουσι τὰν σὰν ... τιμάνA.Pr.408,
τὸ μὲν ἀ. τι πάτριονPl.Sph.229e,
ἀ. οὖν καὶ ποιητικώτατος ὁ λόγοςSch.Pi.I.1.26,
ᾠδαίEust.Op.54.8.
3 anticuado, arcaico
σχήματαD.H.Comp.23.7,
(ὀνόματα)D.H.Pomp.2,
ἑρμηνείαSimp.in Ph.233.10.
II adv. -ῶς
1 antiguamente, de manera antigua Dam.in Prm.337.
2 anticuada, arcaicamente Sch.Er.Il.11.162, Sch.Arist.Cael.310a31, Simp.in Ph.111.15.