< Ἀρυανδικόν
ἀρύβαλλος >
ἀρυβαλίς
,
-ίδος, ἡ
• Alolema(s):
-λλίς
EM
150.55G.
1
entre los dorios cierto
vaso
Hsch.,
EM
l.c.
2
bolsa
Hsch.