< ἀρτίχνους
ἀρτίχριστος >
ἀρτῐχόρευτος
,
-ον
festejado con bailes
ἑορτή
Nonn.
Par.Eu.Io
.7.10, 11.56,
νυμφίς
Nonn.
D
.26.268, cf. 7.46, 43.419.