< [ἀρτί]θᾰλος
ἀρτίθηρος >
ἀρτῐθᾰνής
,
-ές
recién muerto
νέκυς
E.
Alc
.600, cf. Nonn.
Par.Eu.Io
.11.13, Men.Prot.p.89.