< ἀρτῐφᾰνής
ἀρτίφονος >
ἀρτίφᾰτος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
recién asesinado
παῖς
Opp.
H
.4.256,
σώματα
Triph.546,
Πενθεύς
Nonn.
D
.5.554.