< ἀρτῐτόκος
ἀρτιτόμος >
ἀρτίτομος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
recién cortado
Γοργόνος ἀ. κεφαλή
A.R.4.1515,
γλῶσσα
Nonn.
D
.4.330, cf. 28.106.