< ἀρτυτικός
ἀρτυτός >
ἀρτυτοπώλης
,
-ου, ὁ
• Grafía:
graf. ἀτυρ-
SB
1805
prob.
vendedor de especias
,
SB
l.c. (v. ἀρτυματοπώλης).