< ἀρτίληπτος
ἀρτιλογία >
ἀρτιλιθία
,
-ας, ἡ
arq.
construcción de sillería
,
IG
2
2
.1671.35 (Eleusis IV a.C.), 7.4255.27 (Oropo IV a.C.); cf. ἄρτισις.