< ἀρτίκολλος
ἀρτικροτέω >
ἀρτικόμιστος
,
-ον
apenas criado
βρέφος
Nonn.
D
.9.53,
νήπιος
Nonn.
D
.10.68,
πάις
Nonn.
D
.38.167.