ἀρτιεπής, -ές
• Alolema(s): ép. fem. ἀρτιέπεια Hes.Th.29
pronto, fácil de palabra
ἀ. καὶ ἐπίκλοπος μύθωνIl.22.281, de las Musas, Hes.l.c.,
ἀπεφθέγξατο δ' ἀ.contestó rotundamente Pi.O.6.61,
ἀ. γλῶσσαPi.I.5.46.
ἀ. καὶ ἐπίκλοπος μύθωνIl.22.281, de las Musas, Hes.l.c.,
ἀπεφθέγξατο δ' ἀ.contestó rotundamente Pi.O.6.61,
ἀ. γλῶσσαPi.I.5.46.