< ἀρτῐγενής
Ἀρτιγίς >
ἀρτιγέννητος
,
-ον
recién nacido
βρέφη
1
Ep.Petr
.2.2, cf. Luc.
DMar
.12.1,
ποίμνια
Longus 1.9.1,
ἑρπετόν
Luc.
Alex
.13, cf. 14.