< ἀρτιβαφής
ἀρτίβλαστος >
ἀρτιβλαστής
,
-ές
que empieza a brotar
o
germinar
de plantas
ἐὰν μὴ ἀρτιβλαστῆ ᾖ
Thphr.
CP
2.3.1, cf. 2.1.7.