< ἀρτιάκις
ἀρτιακῶς >
ἀρτιακισάρτιος
,
-ον
en número producto de número par
εἰς ἀρτιακισαρτίους ... διαιρεθήσεται περιφερείας
Eutoc.
in Sph.Cyl
.23.11.