ἀρτεμής, -ές
sano y salvo, integro
ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόνταIl.5.515, 7.308,
σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισινOd.13.43,
σὺν ἀρτεμέεσσιν ἑταίροιςA.R.1.415,
σκέλοςAP 6.203 (Laco),
πόδεςOrph.L.355, cf. Call.Fr.194.31, Hippon.108.6, Ael.Fr.99, Artem.2.35
•como explicación de la etim. de Ἄρτεμις:
διὰ τὸ ἀρτεμὲς φαίνεταιPl.Cra.406b.