< ἀρσενόπαις
ἄρσενος >
ἀρσενοπληθής
,
-ές
lleno
,
compuesto de varones
ἀρσενοπληθῆ δ' ἑσμὸν ὑβριστὴν Αἰγυπτογενῆ
A.
Supp
.29.